Μια ιστορία μοναδική, μια ιστορία Αναδοχής σαν τόσες άλλες…

Μάρα Ψαράκη
Reporting & Content Coordinator

Τις προάλλες μου ήρθε ένα γράμμα με κάτι ζωγραφιές και μια φωτογραφία και δάκρυσα… Συγκινήθηκα. Το έλεγα σε όλους μου τους φίλους: «Μου έγραψε η Πένλοπ απ’ τη Ζάμπια. Να δείτε πόσο μεγάλωσε! Και τι ωραία που εξελίσσονται τα πράγματα για εκείνη και την οικογένειά της σε σχέση με τότε που τους είχα δει…»

Γιατί η αλήθεια είναι ότι τους γνώρισα. Τους ξέρω όλους! Την Πένλοπ, την οικογένειά της και όλο το χωριό. Σαν χθες το θυμάμαι κι ας έχουν περάσει από τότε πέντε χρόνια. Βρεθήκαμε με τον Γιώργο, την Ιωάννα και τους δύο Βασίληδες. «Πού έχετε Αναδοχή εσείς;» Αραδιάσαμε χώρες σε τρεις ηπείρους κι αφού τα βάλαμε κάτω, αποφασίσαμε να πάμε στη Ζάμπια. «Πάμε να δούμε την Πένλοπ!»

Την εποχή εκείνη εργαζόμουν ως διερμηνέας και ήταν τόσος ο ενθουσιασμός μου με το ταξίδι που, όταν μου πρότειναν ένα καλό συμβόλαιο διερμηνείας, το έθεσα ως απαράβατο όρο από τον πρώτο γύρο συνεντεύξεων: «Αν μου δώσετε τη δουλειά, τον Ιανουάριο θα χρειαστεί να λείψω κάποιες μέρες στη Ζάμπια.» Κανονικά θα με είχαν ήδη απορρίψει λόγω απροθυμίας να ξεκινήσω άμεσα, αλλά ο άνθρωπος για τον οποίο επρόκειτο να δουλέψω είχε ταξιδέψει στην Αφρική και με κατάλαβε με τη μία… «Εγώ θέλω να δουλέψουμε μαζί… Να πας! Θυμάμαι κι εγώ όταν είχα πρωτοπάει στην Αφρική, γύρισα πίσω στην Ευρώπη και νόμιζα πως είχαν ξεθωριάσει όλα τα χρώματα…», μου είπε. Δεν είναι μόνο τα χρώματα. Είναι και τα συναισθήματα που γίνονται ξαφνικά πιο έντονα…

Για εμένα δεν ήταν το πρώτο ταξίδι στην Αφρική, αλλά ίσως το πιο συναισθηματικά φορτισμένο. Θα συναντούσα επιτέλους το κορίτσι που τόσα χρόνια γνώριζα μέσα από ζωγραφιές, γράμματα και φωτογραφίες. Ήρθαμε σε επαφή με το γραφείο της ActionAid στην Ελλάδα κι από εκεί έγινε η επικοινωνία με το γραφείο της Ζάμπιας. Κλείσαμε τα εισιτήρια και φύγαμε για Λουσάκα. Οι εργαζόμενοι της ActionAid ανέλαβαν να μας οδηγήσουν στο χωριό της Πένλοπ, στα βόρεια της χώρας, στην κοινότητα Μπίκα. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθούμε ποτέ εκεί μόνοι μας. Τα παιδιά της Αναδοχής μένουν σε απομονωμένα χωριά, όπου δεν υπάρχουν δρόμοι ούτε αριθμοί στα σπίτια. Αν δεν ξέρεις τι ψάχνεις, δε θα το βρεις ποτέ.

Φτάσαμε βράδυ. Τα πρώτα λεπτά αμηχανίας διαδέχθηκαν τρανταχτά παιδικά γέλια. Η Πένλοπ, αν και εφτά χρονών τότε, όσο δηλαδή και η ανιψιά μου, έδειχνε πολύ μικρότερη, αφού υποσιτιζόταν καθημερινά. Το μοναδικό φαγητό της οικογένειας ήταν η νσίμα, καλαμποκάλευρο με νερό, πλασμένο με το χέρι σε κομμάτια, κι ένα πιάτο χόρτα που μοιραζόταν όλη η οικογένεια. Η μαμά, ο μπαμπάς και τα έξι παιδιά. Όπως μια μέση οικογένεια, δηλαδή, στην επαρχία της Ζάμπιας: εκεί όπου όταν το φαγητό δε φτάνει, κάποια από τα παιδιά πηγαίνουν στη γιαγιά τους να τα ταΐσει. Κάποιες φορές υποψιάζομαι πως ούτε αυτό αρκεί, γιατί η μητέρα τους προφασιζόταν μονίμως πως η ίδια δεν πεινούσε και μας παραχωρούσε τη μερίδα της.

Οι γονείς της Πένλοπ είναι αγρότες και καλλιεργούν καλαμπόκι. Τη χρονιά που επισκεφτήκαμε την οικογένεια, το 2014, είχαν καταφέρει να πουλήσουν την παραγωγή τους και είχαν επενδύσει μέρος των χρημάτων σε λιπάσματα, για να μπορέσουν να ξαναέχουν μια καλή σοδειά. Το σπίτι τους ήταν περιποιημένο, φτιαγμένο με αγάπη, παρότι στο εσωτερικό του ήταν σχεδόν άδειο, αν εξαιρέσεις τα τσουβάλια με το καλαμπόκι, που τα στοιβάζαν μες στο σπίτι για να τα προφυλάξουν από τα ποντίκια. Πλινθόχτιστο, με αχυρένια σκεπή και τρία μικρά δωματιάκια: στο ένα κοιμόταν το ζευγάρι, στο άλλο τα έξι παιδιά κατάχαμα, και στη μέση ένας χώρος όπου μαζευόταν όλη η οικογένεια για φαγητό. Η τουαλέτα και η κουζίνα βρίσκονταν εκτός σπιτιού, σε χωριστούς χώρους.

Η Πένλοπ δεν πήγαινε ακόμα σχολείο, αν και οι γονείς της αναγνώριζαν την αξία της εκπαίδευσης. «Τα περισσότερα παιδιά ξεκινούν το σχολείο όταν γίνουν 8 χρονών», μου εξήγησαν, «για να μπορούν να διανύσουν την απόσταση μέχρι το σχολείο». Όταν ρωτήσαμε τους κατοίκους τι είχαν περισσότερο ανάγκη στο χωριό τους, ένα χωριό χωρίς ρεύμα και με περιορισμένη πρόσβαση σε πόσιμο νερό, μαζεύτηκαν «οι σοφοί γέροντες» στην αυλή μας και μας μίλησαν για σχολεία. «Εκπαίδευση. Για να έχουν ένα καλύτερο μέλλον τα παιδιά μας». Ανατρίχιασα όταν τους άκουσα να το λένε…

Στο χωριό της Πένλοπ δε μείναμε πολύ. Φύγαμε, αλλά οι εικόνες και τα βιώματα έμειναν χαραγμένα στο μυαλό και την καρδιά. Μέσα στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν, μαζί με τα γράμματα, τις ζωγραφιές και τις φωτογραφίες της Πένλοπ, έλαβα εκθέσεις από την κοινότητα: διάβασα για τις εναλλακτικές πηγές εισοδήματος, όπως η εκτροφή ζώων και πουλερικών· έμαθα για τους συνεταιρισμούς πίστωσης και αποταμίευσης, μέσα από τους οποίους οι κάτοικοι καταφέρνουν να καλύψουν τις ανάγκες τους, έστω κι αν αυτό για κάποιους σημαίνει να αγοράσουν λίπασμα για τα χωράφια τους· είδα σχολεία να χτίζονται και να βελτιώνονται… Είδα τόσα πολλά!

Παράλληλα, είδα την Πένλοπ να πηγαίνει σχολείο και να μεγαλώνει. Για εμένα, το κορίτσι αυτό είναι το παράθυρό μου στον κόσμο και τα έργα που γίνονται από την ActionAid στην κοινότητά της είναι ένας από τους λόγους που αποφάσισα να παρατήσω τη δουλειά μου πριν από δύο χρόνια, τη διερμηνεία, και να εργαστώ για την ActionAid, μια οργάνωση που για εμένα σηματοδοτεί την ελπίδα.

Τις δύο φορές τον χρόνο που μου γράφει, η Πένλοπ μνημονεύει πάντα τη συνάντησή μας, όπως επίσης γράφει πάντα πως τα παιδιά και οι κάτοικοι της κοινότητας μας θυμούνται με αγάπη. Στο γράμμα που έλαβα τις προάλλες με αποκαλούσε όπως πάντα «φίλη» της και έλεγε πως τώρα φτιάχνουν μεγαλύτερο σπίτι από αυτό που επισκεφτήκαμε.  Χαμογέλασα… Αυτή η φράση της για εμένα σημαίνει πολλά: σημαίνει πως είναι όλοι καλά στην υγεία τους, πως η δουλειά των γονιών της πάει καλά, πως έχουν λύσει πιο βασικές τους ανάγκες, όπως η τροφή, και τώρα μπορούν να ονειρεύονται και να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Για μια οικογένεια με ελάχιστα υπάρχοντα και ελάχιστη προσήλωση στα υλικά αγαθά, δεν είναι ποτέ το «μεγαλύτερο σπίτι» που έχει σημασία. Είναι η εξέλιξη, η αλλαγή και το δικαίωμα στο όνειρο και τη δημιουργία ενός καλύτερου μέλλοντος. Αυτό προσφέρει η Αναδοχή παιδιού και είμαι περήφανη που εργάζομαι για την ActionAid.