Ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση: αλήθειες πίσω από τους αριθμούς

Έλενα Καραγιάννη
Εικαστικός Συντονίστρια Εκπαίδευσης Προσφύγων δομής Σχιστού
ActionAid

Προσφάτως ανακοινώθηκαν ποσοτικά στοιχεία που κάνουν λόγο πως το 95% των αιτούντων άσυλο μαθητών είναι εγγεγραμμένοι στο Ελληνικό σχολείο και πως το 75% από αυτούς, φοιτούν συστηματικά. Τα ποσοστά αυτά ωστόσο δεν μας δείχνουν τις ανθρώπινες ιστορίες που κρύβονται πίσω από τις σχολικές πόρτες. Η επιμονή των θεσμών να αξιολογούν  περίπλοκα εκπαιδευτικά ζητήματα σχεδόν αποκλειστικά μέσα από ποσοτικά δεδομένα, δείχνει μάλλον την αδυναμία τους να αντιληφθούν όλες τις διαστάσεις του προβλήματος, άρα και να προτείνουν  ρεαλιστικές λύσεις. Αν αυτό το 95% προτάσσεται με μια δόση εθνικής υπερηφάνειας, σε άλλες γωνιές του Δυτικού κόσμου, οι σοφοί που μελετούν την πρόσβαση των ευάλωτων στο σχολείο, μας τονίζουν πως τα νούμερα δεν έχουν τελικά  σημασία. Μπορεί οι θεσμοί να εργάζονται πάνω στον Αναπτυξιακό Παγκόσμιο στόχο του ΟΗΕ, που είναι μέχρι το 2030 όλα τα παιδιά της γης να έχουν πρόσβαση στην  εκπαίδευση, ωστόσο παράλληλα με αυτήν την προσπάθεια έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για μια Global Education Crisis γιατί τελικά δεν αρκεί απλά να έχουν πρόσβαση στο σχολείο τα παιδιά. Πρέπει να παραμένουν και να αλλάζει η ζωή τους μέσα από αυτό.

Στην ελληνική πραγματικότητα θα έλεγα πως υπάρχουν 3 σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν δραματικά την εκπαίδευση των προσφυγών. Αν και το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας  ξεκίνησε το 2016 με τις σωστές παιδαγωγικές βάσεις δείχνει πως μάλλον έχει «βαλτώσει» στα δικά του άλυτα γραφειοκρατικά αδιέξοδα.

Η Γραφειοκρατία, ο βασικός εχθρός της εκπαίδευσης, ένα τερατούργημα που μοιάζει πως υπάρχει κυρίως για να συντηρεί τον εαυτό του. Αυτό το άσχημο σύστημα είναι που βλέπει μόνο αριθμούς. Βλέπει πόσα παιδιά γράφτηκαν στο σχολείο, αλλά δεν βλέπει πως οι Τάξεις Υποδοχής ιδρύονται μήνες  μετά την έναρξη του σχολείου, ή δεν ιδρύονται ποτέ. Όσο όρεξη και εάν έχει ένα παιδί για το σχολείο, η δυσκολία στην κατανόηση της γλώσσας τελικά θα το απομακρύνει. Είναι γνωστό πως το ελληνικό κράτος έχει καταφύγει σε μια  φθηνή λύση στελέχωσης των σχολείων, με τον θεσμό των Αναπληρωτών. Υπάρχουν σχολεία υποστελεχωμένα, χωρίς μόνιμο προσωπικό, χωρίς ειδικότητες, ακόμη και χωρίς εκπαιδευτικούς σε πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα. Η Τάξη Υποδοχής μέσα σε  ένα τέτοιο πλαίσιο μοιάζει πολυτέλεια. Ο κοινωνικός αυτοματισμός θα κατηγορήσει τους εκπαιδευτικούς, αλλά ο βασικός λόγος που το σχολείο δεν λειτουργεί επαρκώς είναι γιατί  αυτό  το τερατούργημα  δεν υπηρετεί  ανθρώπους. Υπηρετεί αριθμούς.

Η Πολιτική Βούληση. Στην Ελλάδα, η εκπαίδευση αλλάζει κάθε τετραετία και αναδιαμορφώνεται σύμφωνα με τις πολιτικές ατζέντες. Μέσα από αυτήν την οπτική παίρνονται αποφάσεις που  έχουν τη δυναμική να  βλάψουν τη ζωή και το μέλλον των ευάλωτων και μη παιδιών. Ένα παράδειγμα που ζήσαμε τελευταία, ήταν η απομάκρυνση των  παιδιών του Ελαιώνα, τα οποία «αρπάχθηκαν» βίαια από τις  σχέσεις και τις ισορροπίες  που είχαν δημιουργήσει στα σχολεία τους. Πίσω από αυτήν την πολιτική απόφαση, υπάρχουν οι ιστορίες παιδιών με ειδικές μαθησιακές ανάγκες, με αναπηρίες, με μετατραυματικό στρες, οι ζωές των οποίων αποδομήθηκαν για άλλη μια φορά. Ένα άλλο παράδειγμα ήταν μέσα από την τραυματική εμπειρία της πανδημίας. Μέσα σε αυτά τα δυο χρόνια που μπαινοβγαίναμε σε lock down, κάποιοι αποφάσισαν πως οι προσφυγικοί πληθυσμοί θα έπρεπε να μπουν σε επιπλέον καραντίνες, κλειδώνοντάς τους στην κυριολεξία μέσα στις δομές και  περνώντας το μήνυμα στην ελληνική κοινωνία πως πρόκειται για έναν πληθυσμό υγειονομική βόμβα. Αν και όπως αποδείχθηκε ο κορωνοιός ήταν περισσότερο ελεγχόμενος μέσα στις δομές εξαιτίας τις καθημερινής παρουσίας ειδικών ιατρικών κλιμακίων, ωστόσο τα παιδιά μέσα σε αυτήν την συνθήκη, έμειναν για έναν και περισσότερο χρόνο εκτός σχολείου.

Ο Ιδρυματισμός. Πού τελειώνει η αλληλεγγύη εκείνη που απελευθερώνει και ανοίγει δρόμους προς την ένταξη και πού ξεκινάει εκείνη η χειραγώγηση των πληθυσμών αυτών που τους θέλει για πάντα σε ένα καθεστώς εξάρτησης; Έχοντας ζήσει το κομμάτι της εκπαίδευσης προσφύγων από προηγούμενες δεκαετίες και ειδικά το τελευταίο κύμα του 2015 από τη γέννησή του, είναι οδυνηρό να βλέπεις πως η εξαρτητικές σχέσεις έχουν εδραιώσει μια ταυτότητα «αναπηρίας», έχουν δημιουργήσει ένα κέλυφος που, αν και διατείνεται πως προστατεύει, στην πραγματικότητα περιορίζει και  έχει οδηγήσει αυτά τα παιδιά στο να χάσουν το προσωπικό τους κίνητρο για ένταξη  και σύνδεση με τη σχολική ρουτίνα και την «κανονική» ζωή.  Πόσα χρήματα και ενέργεια έχουν επενδυθεί πάνω στην ευαλωτοτητα και στην «Ταυτότητα πρόσφυγας»; Εφτά χρόνια μετά το «σοκ» των μεγάλων προσφυγικών ροών, ακόμη ανθρωπιστικοί οργανισμοί, ζητάνε από τα παιδιά αυτά να ζωγραφίσουν το ταξίδι με τη φουσκωτή βάρκα.

Και ενώ τα παιδιά αυτά έχουν περικυκλωθεί με πρόσωπα και ομάδες που «παίζουν ακτιβισμό», συμβαίνει ένα φαινόμενο που μας πληγώνει όλους: Ό,τι δεν κατάφεραν οι ναζιστικές φωνές τα προηγούμενα χρόνια, το κατάφερε η πολλή μας αλληλεγγύη: να κρατήσει τα παιδιά μέσα στις δομές. Να γίνουν ένα στερεοτυπικό σχήμα, ένα ποσοστό χωρίς όνομα και χωρίς ανθρώπινη υπόσταση.