Αλλάζοντας ριζικά τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης

David Archer
Επικεφαλής Οικονομικής Δικαιοσύνης στην ActionAid

Με την εκπαίδευση σαν ωρολογιακή βόμβα, Πρόεδροι και Πρωθυπουργοί θα συναντηθούν τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη για μια άνευ προηγουμένου Σύνοδο Κορυφής με αντικείμενο τη ριζική αλλαγή της. Για πρώτη φορά Αρχηγοί Κρατών θα συναντηθούν με την προσοχή τους στραμμένη αποκλειστικά στην εκπαίδευση. Ωστόσο, αυτή η συνάντηση είναι πραγματικά επιτακτική, καθώς οι στόχοι που έχουν συμφωνηθεί διεθνώς απέχουν πολύ από την πραγματικότητα και η σχετική χρηματοδότηση περνάει έντονη κρίση. Εδώ και αρκετά χρόνια, πολλά εκπαιδευτικά συστήματα λαμβάνουν ελλιπή χρηματοδότηση, κάτι που ίσχυε δηλαδή πριν από τον κορωνοϊό και τον πόλεμο στην Ουκρανία, με πολλές χώρες να κάνουν περικοπές από τον προϋπολογισμό της παιδείας για πρώτη φορά στο διάστημα των τελευταίων 30 χρόνων. Η βασική προπαρασκευαστική συνάντηση, με Υπουργούς Παιδείας από όλο τον κόσμο, θα πραγματοποιηθεί στο Παρίσι 28-30 Ιουνίου* και πρέπει να είναι καινοτόμος για τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης σε τουλάχιστον έξι σημεία.

εκπαίδευση

Πρώτον, θα πρέπει πλέον να δοθεί έμφαση στην εγχώρια χρηματοδότηση. Τα τελευταία 40 χρόνια, οι περισσότερες διεθνείς συναντήσεις και τα έγγραφα πολιτικής για τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης εστίαζαν στην αρωγή της διεθνούς κοινότητας ή σε δάνεια με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Αυτά, όμως, δεν υπερβαίνουν συνολικά το 3% της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης. Άνω του 97% της χρηματοδότησης προέρχεται από εγχώριες πηγές και η προτεινόμενη μεταστροφή αποτελεί μέρος της αποαποικιοποίησης (decolonisation) του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, ξεφεύγοντας πια από τη μεταφορά πόρων από τον Βορρά προς τον Νότο και εξετάζοντας καθολικές, βιώσιμες και συστημικές λύσεις. Το τελευταίο έγγραφο συζήτησης για τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης αναγνωρίζει το παραπάνω και ενισχύει το καθιερωμένο διεθνώς σημείο αναφοράς (benchmark), βάσει του οποίου οι κυβερνήσεις καλούνται να διαθέτουν μεταξύ 15 και 20% του εθνικού προϋπολογισμού τους στην εκπαίδευση. Η ανανεωμένη δέσμευση ως προς το ποσοστό αυτό είναι σημαντική, ιδίως για κυβερνήσεις που δεν την εφαρμόζουν. Ωστόσο, όταν «η πίτα» είναι μικρή, ακόμα και αν το 20% δοθεί στην εκπαίδευση, το ποσό παραμένει μικρό, επομένως υπάρχει άμεσα ανάγκη να στρέψουμε την προσοχή μας «στο μέγεθος της πίτας». Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που δουλεύουν για τη διεθνή εκπαίδευση θα πρέπει να κινηθούν εκτός πεπατημένης.

Δεύτερον, οι κυβερνήσεις πρέπει να επανεξετάσουν γενικώς το μέγεθος των εθνικών τους προϋπολογισμών και κυρίως να επανεξετάσουν τα φορολογικά τους μέτρα. Η μέση χώρα χαμηλού εισοδήματος έχει αναλογία φόρου προς ΑΕΠ μόλις 16%, πολύ λιγότερο δηλαδή από τις χώρες μεσαίου εισοδήματος, όπου το ποσοστό αυτό πλησιάζει το 30% ή τις χώρες υψηλού εισοδήματος όπου συχνά υπερβαίνει το 40%. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι περισσότερες χώρες θα μπορούσαν να αυξήσουν αυτές τις αναλογίες κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες έως το 2030 – γεγονός που θα επέτρεπε τον διπλασιασμό της δαπάνης για την εκπαίδευση, την υγεία και κάποιες άλλες υπηρεσίες. Με το κόστος διαβίωσης να αυξάνεται παγκοσμίως σε επίπεδο κρίσης, είναι σημαντικό η εν λόγω διεύρυνση των φορολογικών εσόδων να βασίζεται σε προοδευτικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες να στοχεύουν στο εισόδημα και τον πλούτο των φυσικών και νομικών προσώπων που μπορούν να επωμιστούν τέτοια μέτρα. Εντούτοις, το εθνικό πρόγραμμα δράσης πρέπει να  συνάδει με τα διεθνή μέτρα προκειμένου να τεθούν διεθνείς φορολογικοί κανόνες και μάλιστα με δίκαιο τρόπο, π.χ. μέσω Φορολογικής Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, όπως ζήτησαν πρόσφατα οι Υπουργοί Οικονομικών της Αφρικής.

εκπαίδευση

Τρίτον, χρειαζόμαστε δράσεις για τη νέα παγκόσμια κρίση χρέους, που σημαίνει ότι πολλές χώρες δαπανούν περισσότερα χρήματα για την εξυπηρέτηση του χρέους τους από ό,τι για την εκπαίδευση και την υγεία. Πρόκειται για ένα ακόμα σημείο όπου απαιτούνται θαρραλέες ενέργειες από πλευράς της παγκόσμιας κοινότητας – ενέργειες πέραν της πρόσφατης Πρωτοβουλίας για την Αναστολή της Εξυπηρέτησης του Χρέους, που πρόσφερε ελάχιστη, στην ουσία, βοήθεια σε υπερβολικά λίγες χώρες κατά την έξαρση της πανδημίας. Οποιαδήποτε χώρα ξοδεύει περισσότερα χρήματα για την εξυπηρέτηση του χρέους από ό,τι για την εκπαίδευση πρέπει να έχει προτεραιότητα στη διαπραγμάτευση του χρέους και να έχει πρόσβαση σε έναν νέο μηχανισμό αναδιάρθρωσης του χρέους.

Τέταρτον, πρέπει να απομακρυνθούμε από την πολιτική της λιτότητας, και ιδίως από την πίεση για περικοπές στη μισθοδοσία του δημοσίου. Η Προειδοποίηση για την Παγκόσμια Λιτότητα (Global Austerity Alert) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ενώ ακόμα και τα κεντρικά γραφεία του ΔΝΤ εκφράζουν ανησυχίες ότι η πρώιμη επιστροφή στη δημοσιονομική εξυγίανση θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική. Εντούτοις, σε επίπεδο χώρας, η λιτότητα αποτελεί πάγια σύσταση του ΔΝΤ. Αυτό γίνεται πιο έντονα αντιληπτό στην εκπαίδευση, όπου προτείνονται περικοπές στη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων στο σύνολό τους. Οι δάσκαλοι αποτελούν συνήθως τη μεγαλύτερη ομάδα μισθοδοσίας του δημοσίου, με αποτέλεσμα η όποια συνολική περικοπή ή αναστολή πληρωμής να μπλοκάρει εν τέλει την πρόσληψη νέων δασκάλων (ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν ελλείψεις) ή να μπλοκάρει την βελτίωση των μισθών (ακόμα και σε περιπτώσεις όπου οι δάσκαλοι παίρνουν μετά βίας τον κατώτατο μισθό). Το ΔΝΤ θα μπορούσε να αλλάξει άρδην τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, αναλαμβάνοντας μια σαφή δέσμευση αφενός να πάψει να χρησιμοποιεί αυτούς τους περιορισμούς και αφετέρου να ενθαρρύνει με ενεργό τρόπο τις χώρες να αυξήσουν το ποσοστό του ΑΕΠ που ξοδεύουν για τη μισθοδοσία. Για να έχεις ποιοτική εκπαίδευση χρειάζεσαι πρώτα απ’ όλα ποιοτικούς δασκάλους.

Η πέμπτη ουσιώδης αλλαγή αφορά στην αλλαγή νοοτροπίας. Λόγω βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων οικονομικών κύκλων, οι Υπουργοί Οικονομικών αντιμετωπίζουν τις δαπάνες για την εκπαίδευση καθαρά ως «κατανάλωση» - μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η εκπαίδευση αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα την ασφαλέστερη οικονομική επένδυση που μπορεί να κάνει μια χώρα. Θα πρέπει να επικρατήσει μια πιο μακροπρόθεσμη θεώρηση των πραγμάτων, όπου η επένδυση στην εκπαίδευση θα αναγνωρίζεται για τη συμβολή της στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, διευκολύνοντας έναν πιο στρατηγικό διάλογο και συνειδητοποιώντας ότι ο τομέας της εκπαίδευσης αποτελεί μέρος των βασικών υποδομών της χώρας, οπότε οι συγκεκριμένες δαπάνες πρέπει να προστατεύονται ακόμα και εν μέσω οξείας ύφεσης.

Το έκτο και τελευταίο σημείο είναι ότι ασφαλώς η βοήθεια και τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους για την εκπαίδευση μπορούν να παίξουν κάποιον ρόλο – αλλά δεν θα πρέπει να δίνεται εκεί όλο το βάρος. Οι χορηγοί, δηλαδή, θα έπρεπε να τηρήσουν τη δέσμευσή τους για 0,7% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος για βοήθεια και να στηρίξουν αντίστοιχα τη δέσμευση που αναμένεται από τις κυβερνήσεις, δίνοντας 15-20% αυτής της βοήθειας στην εκπαίδευση (αντί του 8% που ισχύει σήμερα). Αυτή η βοήθεια, όμως, πρέπει να προσφέρεται σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τις χώρες, με σεβασμό στην κυριαρχία, και να εναρμονίζεται και να ευθυγραμμίζεται με τα εθνικά προγράμματα εκπαίδευσης που αναπτύσσονται από τις κυβερνήσεις μαζί με τους πολίτες. Θα πρέπει, επίσης, να δοθεί προτεραιότητα στην αύξηση της ανθρωπιστικής βοήθειας για την εκπαίδευση.

Το παρόν σχέδιο των έξι αυτών σημείων αποτελεί μια ριζική αναπλαισίωση και μια μετασχηματιστική προσέγγιση για την αύξηση του όγκου της χρηματοδότησης για την εκπαίδευση, που συγκεντρώνει ήδη ευρεία υποστήριξη. Θα πρέπει να συνοδευτεί από δράσεις που θα διασφαλίζουν τη δίκαιη, αποδοτική και υπεύθυνη κατανομή των κονδυλίων – θέματα που αναλύονται, επίσης, στο επίσημο έγγραφο συζήτησης για τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης.

Εν κατακλείδι, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αυξηθούν 4 πράγματα: το μέγεθος των προϋπολογισμών των κυβερνήσεων εν γένει (που καθορίζονται από τους φόρους, το χρέος, τις μακροοικονομικές πολιτικές, το εμπόριο κτλ.), το μερίδιο των εθνικών προϋπολογισμών που δίνεται για την εκπαίδευση, η ευαισθησία στην κατανομή του προϋπολογισμού της εκπαίδευσης – έχοντας ως βάση την ισότητα και την αποδοτικότητα, και ο έλεγχος της εκπαιδευτικής δαπάνης στην πράξη – ώστε οι πόροι να παρακολουθούνται, ιδίως στις κοινότητες που βρίσκονται σε πιο μειονεκτική θέση.

Σε συνδυασμό μεταξύ τους, τα παραπάνω θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα νέο παγκόσμιο σύμφωνο για την εκπαίδευση, που να συνδέει τις αυξημένες εγχώριες δεσμεύσεις με διεθνείς δράσεις για θέματα που επηρεάζουν τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Η δημιουργία μιας τέτοιας θαρραλέας πρωτοβουλίας στην οποία θα συμφωνήσουν οι Αρχηγοί Κρατών στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο είναι απαραίτητη, εάν θέλουμε πράγματι να αλλάξουμε ριζικά τα εκπαιδευτικά συστήματα ανά την υφήλιο.

*Το άρθρο υπογράφει ο David Archer στις 27 Ιουνίου, μία ημέρα πριν από τη συνάντηση στο Παρίσι.