«- Γιατί το είπε τώρα; - Γιατί τώρα ήθελε.»

Μαρία Μουρτζάκη -Υπεύθυνη Έρευνας και Θεσμικής Πίεσης

Είναι δύσκολο να μπαίνεις στη θέση ενός ανθρώπου που έχει παραβιαστεί. Και μόνο η ιδέα τρομάζει. Η εύκολη αντίδραση είναι να σκεφτείς «Γιατί το είπε τώρα; Μα δε θέλει να προστατεύσει τον εαυτό της/ του;». Προφανώς θέλει. Θέλει πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον που ρωτάει με αγανάκτηση. Το ερώτημα, όμως, που πολλοί και πολλές δεν σκέφτονται είναι το «Γιατί δεν μπορεί να το πει; Γιατί δεν θέλει να το καταγγείλει;». Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουμε όσοι και όσες εργαζόμαστε με ανθρώπους που έχουν επιβιώσει από έναν βιασμό ή από μια περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης ή οποιαδήποτε άλλη μορφή έμφυλης βίας είναι ότι ποτέ δεν ρωτάμε «γιατί». Δεν το ρωτάμε, επειδή χωρίς να το καταλαβαίνουμε υπονοούμε την ευθύνη του προσώπου που παραβιάστηκε. Είναι σαν να λέμε έμμεσα ότι έφταιγε γι’ αυτό που έπαθε γιατί δεν έκανε πράγματα που θα τον/την είχαν προστατεύσει.

Μάλλον γι’ αυτό δεν ρωτάμε τους εαυτούς μας «Γιατί δεν μπορεί να το πει;» ή «Γιατί δεν θέλει να καταγγείλει;». Αν απαντήσουμε με ειλικρίνεια, θα βρούμε και δική μας ευθύνη. Κάθε μας ανοχή για σεξιστικά αστεία, κάθε μας σκέψη για την πιθανότητα να προκαλούν τα θύματα, κάθε μας αδυναμία να ακούσουμε με ενσυναίσθηση διαμορφώνει ένα κλίμα ανασφάλειας που αποθαρρύνει την επιθυμία καταγγελίας. Σε χώρους όπου οι σχέσεις εξουσίας είναι έντονες, όπως οι χώροι εργασίας, οι αθλητικές ομοσπονδίες, οι χώροι λήψης αποφάσεων, όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης και πολλοί άλλοι, λείπουν οι διαδικασίες και οι εγγυήσεις που θα συμβάλλουν σε ασφαλείς καταγγελίες. Το γεγονός αυτό είναι καθοριστικής σημασίας για την εικόνα που αποκτάμε τελικά για το τι συμβαίνει σε αυτούς τους χώρους. Πέρα από τις διαδικασίες, η εκπαίδευση (τυπική, αλλά και όχι τυπική) της κοινωνίας δεν μπορεί να καθυστερεί. Ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία που το θύμα πάντα φταίει γι’ αυτό που του συνέβη. Τα θύματα καταλήγουν να απολογούνται διαρκώς και να οφείλουν συνέχεια. Οφείλουν να καταγγείλουν, οφείλουν να επανέρχονται και να συνεχίζουν τις ζωές τους άμεσα, οφείλουν να μιλούν για να ενθαρρύνουν τις υπόλοιπες γυναίκες.

Η καταπολέμηση των πατριαρχικών προτύπων, η τοξική αρρενωπότητα που οδηγεί σε βίαιες συμπεριφορές ανεκτές από την κοινωνία, ο σεξισμός δεν είναι μυθικά τέρατα που δεν τα έχουμε δει ποτέ. Είναι παντού γύρω μας και η προσπάθεια να τα εξαφανίσουμε πρέπει να είναι καθημερινή και αδιαπραγμάτευτη. Σε όλους τους χώρους που κινούμαστε και ζούμε. Η πολιτεία οφείλει να εφαρμόζει την ισότητα οριζόντια σε όλες τις πολιτικές της στην πράξη και όχι θεωρητικά. Σε όλες τις συζητήσεις οι γυναίκες πρέπει να έχουν ουσιαστικό λόγο για να μπορούν οι ίδιες να μιλήσουν για το βίωμά τους και όχι μέσω αντιπροσώπων. Οι θεσμικοί διάλογοι για ζητήματα ισότητας δεν μπορούν να γίνονται μονόπλευρα και με πλήρη απουσία των γυναικών. Τα παραπάνω είναι φαινόμενα που έχουμε δει πολύ έντονα στην ελληνική κοινωνία κατά το τελευταίο διάστημα και δεν μπορούν να ανοιγοκλείνουν ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία. Το ζήτημα της έμφυλης βίας δεν επανέρχεται όποτε μας συμφέρει. Δεν το ξεχνάμε ποτέ.

Έτσι, την επόμενη φορά που θα ακούσουμε κάποιον να λέει «τα’ θελε», «είναι υπερβολική» - και όποια άλλη συνήθη έκφραση που επαναθυματοποιεί τα θύματα- ας σκεφτούμε πώς απαντήσαμε. Το να λέμε «είσαι υπερβολική» δεν σημαίνει μόνο  «δεν πιστεύω αυτό που μου λες». Σημαίνει ότι «δεν σε πιστεύω» και παράλληλα «με ενοχλεί ο τρόπος που το λες». Γιατί, λοιπόν, να μας οφείλεται μια προσωπική εξομολόγηση όταν εμείς δεν έχουμε κάνει τίποτα για να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα απέτρεπαν έναν βιασμό ή μια σεξουαλική παρενόχληση; Το ποτέ και πουθενά στη βία κατά των γυναικών είναι καθημερινή προσπάθεια και δεν επανέρχεται αραιά και πού. Είναι εδώ και απαιτεί την καθημερινή μας δράση.