Η εικόνα των προσφύγων και των μεταναστών στα Μ.Μ.Ε.

Ξένια Κουναλάκη - Δημοσιογράφος

«Πρωινό κρουασάν και κρέας τρεις φορές την εβδομάδα, το μενού για μετανάστες». Σας διαβάζω τον πρόσφατο τίτλο εφημερίδας για ποιο κέντρο υποδοχής, νομίζετε; Για τη Μόρια. «Σε κλοιό πρακτόρων τα χοτ σποτς των προσφύγων, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι μέλη του ΙΣΙΣ και παριστάνουν τους πρόσφυγες», όπως μας πληροφορεί σημερινό ρεπορτάζ. «Μαθήματα...μάρκετινγκ και επιχειρηματικότητας», για μετανάστες και πρόσφυγες. Ειρωνικά τα αποσιωπητικά γιατί «οι μεταναστες και προσφυγες» δεν είναι δυνατόν να ξέρουν μάρκετινγκ ή να είναι επΙχειρηματίες. Και φυσικά πάντα ο διαχωρισμός μετανάστες και πρόσφυγες στον ελληνικό Τύπο, αλλά και η χρήση του όρου λαθρομετανάστες από υπουργικά χείλη. 

Στα ελληνικά ΜΜΕ η μετανάστευση είναι πάντα πρόβλημα ή κρίση, η παραστατική λέξη «ροές» δίνει την εικόνα μίας θεομηνίας. Ποτέ δεν περιγράφεται ως ένα φαινόμενο, διαχρονικό, το οποίο υπήρχε και θα υπάρχει. Εχει εξ ορισμού αρνητική χροιά. Ακόμη και σε άρθρα προοδευτικών αναλυτών διαβάζει κανείς φράσεις-αφορισμούς όπως «οι μετανάστες είναι δύσκολα ενσωματώσιμοι».

Το βέβαιο είναι ότι ο εγχώριος Τύπος κατασκευάζει μία φαντασιακή απειλή που συμπυκνώνει ακριβώς τον φόβο των ντόπιων προς το Ξένο, το Αλλο, το Διαφορετικό. Εκεί ακριβώς εδράζονται και οι αντιφάσεις της έρευνας της Action aid, που από τη μία παρουσιάζει ένα μέσο πολίτη ως ξενόφοβο, εχθρικό προς τους πρόσφυγες, που προτάσει τον νόμο και την τάξη έναντι του ανθρωπισμού για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Οταν όμως τίθεται το ερώτημα «αν οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να συνεχίσουν να στέλνουν πίσω στη Λιβύη τα σκάφη με τους πρόσφυγες και μετανάστες από όλη τη Μεσόγειο, ακόμη και αν κάτι τέτοιο προκαλεί την απώλεια ζωών, το 49% των Ελλήνων δηλώνει ότι διαφωνεί με αυτή την πρακτική». Ολη την έρευνα διατρέχει αυτή η διαφορά ανάμεσα στην αφηρημένη και ως επί το πλείστον ρατσιστική θέαση του φαινομένου και την ευαισθητοποιημένη προσωπική εμπειρία. Μόλις δηλαδή ο μετανάστης ή ο πρόσφυγας αποκτήσει πρόσωπο, όνομα, καταγωγή και προσωπική ιστορία, η ταύτιση και επομένως η ενσυναίσθηση καθίσταται αβίαστη. 

Πιστεύω ότι ακριβώς εκεί είναι και η χαμένη ευκαιρία του Τύπου που θα μπορούσε να παίξει ρόλο εξοικείωσης με το φαινόμενο αντί να φέρνει τους μετανάστες διαρκώς αντιμέτωπους με τους ντόπιους. Διότι μέσω του Τύπου οι ντόπιοι βλέπουν τους μετανάστες σαν έναν ανταγωνιστή, από τον οποίον διεκδικεί θέσεις εργασίας, επιδόματα, νοσοκομειακές κλίνες, ακόμη και το κρουασαν σοκολάτας. Κάπως όμως πρέπει να διευκρινιστεί αυτό. Οτι δεν είναι τα ίδια κονδύλια, υπάρχει ειδικός προϋπολογισμός για τους πρόσφυγες και χρήματα της ΕΕ που δεν θα έρχονταν στη χώρα αν δεν υπήρχαν οι μετανάστες. Συχνά οι κάτοικοι των νησιών που διαμαρτύρονται ξεχνούν αυτόν τον παράγοντα, τα χρήματα ενίσχυσης που κατευθύνονται στους τόπους αυτούς για να συνδράμουν τον τοπικό πληθυσμό στη διαχείριση του φαινομένου. Αλλωστε οι Ελληνες πάντα έχουμε ένα παράδειγμα συγγενούς μετανάστη στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στον Καναδά. Ακούω συχνά το επιχείρημα ότι οι Ελληνες πηγαν στη Γερμανία υπό άλλες συνθήκες. Με ειδικές άδειες εργασίας, ως προσκεκλημένοι, Γκασταρμπάιτερ, με τα απαραίτητα έγγραφα. Κι όμως εξίσου απαραίτητη για την οικονομική ανάπτυξη, τη δημογραφική απειλή και τον κίνδυνο κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος είναι αυτήν τη στιγμή και εδώ οι μετανάστες. Οι αιτιάσεις ότι κάνουν αφαίμαξη του κοινωνικού κράτους χωρίς να συνδράμουν τα ταμεία είναι ευθύνη δική μας, των Ελλήνων εργοδοτών που θέλουν φτηνά εργατικά χέρια, από τις Μανωλάδες μέχρι μεταφορείς για μερικές ώρες. Παράλληλα ρατσιστική αντιμετώπιση μπορώ να σας διαβεβαιώσω είχαν και οι Ελληνες μετανάστες στη Γερμανία, ελέω και ταμπλόιντ Τύπου.

Θέλω εδώ να σταθώ στη σημασία των λέξεων και να υπεραμυνθώ της πολιτικής ορθότητας στον δημόσιο λόγο, που περίπου παρουσιάζεται σαν μια προσπάθεια λογοκρισίας ορισμένων αθυρόστομων άτακτων αγοριών της πολιτικής και της δημοσιογραφίας. Δεν είναι έτσι. Η γλώσσα και η επιλογή των όρων δημιουργεί κοινωνική συνείδηση. Οταν πχ λες ή γράφεις προσφυγικό κύμα ή ροές η εικόνα που δημιουργείται στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι μια πλημμυρίδα ανθρώπων που απειλεί να πνίξει την Ευρώπη. Οταν βαφτίζεις παράνομους κι όχι παράτυπους ή σαν παπιέ όπως τους λένε οι Γάλλοι η διαφορά είναι σαφής. Στην πρώτη περίπτωση η συνδήλωση είναι κάποιος που έχει παρανομήσει, που είναι δυνάμει εγκληματίας, στη δεύτερη εκείνος που δεν έχει εφοδιαστεί το απαραίτητο έγγραφο. Οταν ως δημοσιογράφος γράφεις ή λες πως ο Πακιστανός βίασε ή έκλεψε, αλλά δεν διευκρινίζεις φυσικά ότι κάποιος βιαστής ή ληστής είναι Ελληνας, είναι σαφές ότι συνδυάζεις συνειρμικά την καταγωγή με την παραβατικότητα. Συνεπώς η πολιτική ορθότητα προστατεύει μειονότητες που δεν έχουν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο από εμπέδωση αρνητικών στερεοτύπων. Τέλος ένα πιο λεπτό και δυσκολο ζήτημα είναι πώς περιγράφεις τους ανθρώπους που αντιδρούν π.χ. γονείς που δεν θέλουν να πάνε τα παιδιά τους σχολείο με παιδιά μεταναστών ή κατοίκους νησιών που διαμαρτύρονται για τη δημιουργία χοτ σποτς. Είναι αγανακτισμένοι πολίτες; Είναι γονείς που ανησυχούν για το μέλλον των παιδιών τους; Πώς αντιμετωπίζεις τέτοιου είδους φαινόμενα; Τα χαιδεύεις, τα κατευνάζεις, τα καταγγέλλεις, τα αγνοείς και προχωράς μπροστά ελπίζοντας ότι η κοινωνία η ίδια θα τα απομονώσει; Ολα αυτά είναι θέματα που έπρεπε να προβληματίσουν περισσότερο εμάς τους δημοσιογράφους από μία επιφανειακή και συχνά άγαρμπη καταγραφή, που απλώς αναπαράγει ρατσιστικά σχήματα.

Καταλήγοντας, θεωρώ λοιπόν ότι ο ρόλος ημών των δημοσιογράφων είναι η ενημέρωση και με παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων αποδόμηση διαδεδομένων θεωριών συνωμοσίας, που συνδέουν π.χ. το προσφυγικό ζήτημα με την ανεργία, την εγκληματικότητα, την τρομοκρατία, το πρόβλημα στέγης, τα επιδόματα, την κατάρρευση του συστηματος υγείας. Η ανάδειξη της ανθρωπιστικής διάστασης του φαινομένου, η επιλογή των λέξεων με ευαισθησία για ανθρώπους που δεν συμμετέχουν στον δημόσιο λόγο, όπως προείπα, αλλά και ο διάλογος μεταξύ μας, των δημοσιογράφων, ακτιβιστών, πολιτικών και όλων όσων ανησυχούν για έρευνες σαν κι αυτήν που παρουσιάστηκε εδώ απόψε και θέλουν να αλλάξουν οι υπάρχουσες τάσεις στην ελληνική κοινωνία.