Πρόσφυγας θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας

Νάταλι Βαλάκη - Διευθύντρια Προγραμμάτων

Προσπαθώ να βάλω τον εαυτό μου στη θέση μιας Σύριας μάνας που μέσα σε μια νύχτα μαζεύει σε ένα μπογαλάκι τα πράγματά της, δυο ρούχα για την ίδια και τα παιδιά της, για να ξεφύγει επιτέλους από έναν πόλεμο που τα τελευταία 4,5 χρόνια προσπαθεί να αφανίσει την ίδια και την οικογένειά της.

Το όνειρό της είναι να δώσει ένα μέλλον, ένα οποιοδήποτε μέλλον στα παιδιά της, φεύγει λοιπόν νύχτα, περνάει την Τουρκία – με αυτοκίνητα, φορτηγά, κάρα, με τα πόδια – φτάνει στην Ελλάδα. Δεν θέλει να μείνει εδώ γιατί της έχουν πει ότι η Γερμανία άνοιξε τις πόρτες της και τους  περιμένει. Διασχίζει FYROM, Σερβία, Ουγγαρία, Αυστρία και φτάνει τελικά στα σύνορα της χώρας που ελπίζει να γίνει το νέο τους σπίτι.

Η Ελλάδα είναι απλώς ένας σταθμός. 1.200 δολάρια της στοιχίζει το πέρασμα της από τις τουρκικές ακτές στη Λέσβο. Και 600 δολάρια (!) για το κάθε παιδί της. Στοιβάζεται στο φουσκωτό μαζί με άλλους 50, 60, 70 ανθρώπους, η βάρκα μπάζει νερά, μπορεί και να βουλιάξουν. Σάμπως έχει και σημασία; Αναλώσιμοι είναι όλοι τους…

Δεν ξέρει κολύμπι, δεν ξέρει επίσης πού θα τους πάει η βάρκα. Μιάμιση ώρα στη θάλασσα τρέμει μήπως κάποιο από τα παιδιά της πέσει στο νερό. Έχει μάθει μάλλον για εκείνη τη μάνα που έχασε και τα 3 της παιδιά σε ένα από τα πολλά ναυάγια στο Φαρμακονήσι και φώναζε απελπισμένα «ένα, ας είναι τουλάχιστον ένα ζωντανό».

Φτάνει στη Λέσβο χωρίς να έχει ιδέα που είναι. Δεν υπάρχει άλλωστε κανείς να της εξηγήσει. Περπατάει 15 χιλιόμετρα μέσα στον ήλιο και στη σκόνη από τη Συκαμιά στο Μόλυβο. Ακολουθεί το πλήθος, τα εκατοντάδες άτομα που κάνουν κάθε μέρα, κάθε ώρα την ίδια διαδρομή. Εκεί, της έχουν πει, υπάρχει λεωφορείο που θα τους πάει στη Μυτιλήνη για να πάρουν τα χαρτιά τους και να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Όμως όχι, τι κρίμα, το έχασε το 1 από τα 3 λεωφορεία που εξυπηρετούν τους 2.000 περίπου πρόσφυγες που φτάνουν κάθε μέρα στο νησί. Με τα πόδια, λοιπόν, και πάλι. Και με τα μωρά αγκαλιά. 65 ακόμα χιλιόμετρα είναι αυτά, τίποτα…

Στη Μυτιλήνη της λένε να πάει στο Καρά Τεπέ, ένα από τα κέντρα «φιλοξενίας». Εκεί θα μείνει τις επόμενες μέρες μέχρι που να της δώσουν το χαρτί. Θα κοιμηθεί μάλλον στο χώμα, στη ζέστη και σε ακόμα περισσότερη σκόνη. Μπάνιο δεν μπορεί να κάνει γιατί υπάρχουν  ελάχιστα ντους για χιλιάδες ανθρώπους που μένουν εκεί.  Η μυρωδιά της απλυσιάς, των σκουπιδιών, των περιττωμάτων την αηδιάζει. Το κλάμα των μωρών, των δικών της και των άλλων, από την απόγνωση και την κούραση και το φόβο δεν την αφήνουν να κοιμηθεί.

Θα το πάρει τελικά το χαρτί και με τα χίλια ζόρια θα πληρώσει και τα 50 Ευρώ για το εισιτήριο του πλοίου για να φύγει από τη Λέσβο. Για να περάσει τα ίδια στην Αθήνα, στην Ειδομένη, και σε όλα τα σύνορα που θα χρειαστεί να διασχίσει.

Τα σκέφτομαι όλα αυτά και προσπαθώ να μπω στη θέση της. Και δεν μπορώ παρ’ όλο που γνωρίζω ότι θα μπορούσα να είμαι εύκολα εκείνη. Την ίδια ζωή είχαμε πριν τον πόλεμό της.

Λυπάμαι για όλους μας. Γιατί οι άνθρωποι έχασαν την ανθρωπιά τους. Οι Σύριοι πρόσφυγες, οι γυναίκες στην Αφρική που πεθαίνουν από AIDS, τα παιδιά που δουλεύουν στα εργοστάσια του Μπαγκλαντές για 20 σεντς την ημέρα είναι ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που έχει πάψει από καιρό να νοιάζεται. Μιας κοινωνίας που διαβάζει για 100 ή 200 ή 1.000 νεκρούς στη Μεσόγειο, στενοχωριέται και μετά συνεχίζει να μετράει τη δική της ευτυχία με αυτοκίνητα, σπίτια και χρήματα.

Και μετά σκέφτομαι όλους αυτούς τους μικρούς και μεγάλους ήρωες που αψηφούν τον πόλεμο και τις κακουχίες για να σώσουν τους συνανθρώπους τους. Σκέφτομαι τους εθελοντές που δουλεύουν ακούραστα για να φροντίζουν ορατές και αόρατες πληγές ανθρώπων που δεν γνωρίζουν, σαν εκείνους που γνώρισα στη Λέσβο, αλλά και σε όλα τα άλλα μέρη του κόσμου όπου υπάρχουν άνθρωποι που βάζουν το εμείς πάνω από το εγώ.  Σκέφτομαι και όλους εκείνους που πιστεύουν με όλη τους την ψυχή σε έναν δικαιότερο κόσμο και λέω μέσα μου «θα κερδίσουμε στο τέλος, δε γίνεται αλλιώς».

Βοήθησέ μας να κερδίσουμε. Στήριξέ τη δράση μας στη Λέσβο!

Μάθε περισσότερα για τη δράση μας εδώ